- ονομάζω
- (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα]1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὀνομαζόμενος», Διόδ.)5. απονέμω σε κάποιον τίτλο ή αξίωμα, διορίζω («τόν ονόμασαν νομάρχη»)αρχ.1. (για πράγματα) δηλώνω ξεχωριστά, απαριθμώ2. υπόσχομαι, τάζω («εἰ μὲν... μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι», Ομ. Ιλ.)3. αφιερώνω4. εκφράζομαι με λόγια5. χρησιμοποιώ όνομα ή λέξεις, λέγω («ἐς τρὶς ὀνομάσαι "Σόλων"», Ηρόδ.)6. παθ. ὀνομάζομαιγίνομαι ξακουστός, περίφημος, φημίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.